- παννιάζω
- πανιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανιάζω — και παννιάζω [παν(ν)ί] 1. γίνομαι άσπρος σαν πανί, χάνω το χρώμα μου από υπερβολικό φόβο ή από συγκίνηση, χλομιάζω 2. αποκτώ πανάδες στο δέρμα μου 3. (για τρόφιμα) χάνω τη φρεσκάδα μου, μπαγιατεύω, μουχλιάζω 4. (για φυτά) μαραίνομαι («πάνιασαν τα … Dictionary of Greek